Παρασκευή 8 Μαΐου 2015

Η εργασία για τα κάστρα της Ρούμελης




Εκπαιδευτικό Πρόγραμμα Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης
των μαθητών της Β’ Τάξης του 53ου Γενικού Λυκείου Αθηνών
για το σχολικό έτος 2014-15 με τίτλο:

«Η Φύση αγκαλιάζει τον Πολιτισμό»



ΘΕΜΑ: Τα Κάστρα της Ρούμελης


Εργασία των παρακάτω μαθητών της Β’ Τάξης:

Δρόσος Λευτέρης
Καλδάνης Νίκος
Λιβιτσάνος - Μπάρις Άρης
Σέγκος Νίκος




Αθήνα 2015



Περιεχόμενα


1.     Εισαγωγή                                                              
2.     Κάστρα της Αιτωλοακαρνανίας                                     
         I.            Κάστρο Αντιρρίου                                                
        II.            Κάστρο Βόνιτσας                                        
       III.            Κάστρο Ναυπάκτου                                   
3.     Κάστρα της Φωκίδας                                           
         I.            Κάστρο Άμφισσας (Σαλώνων)                   
4.     Κάστρα της Φθιώτιδας                                        
         I.            Κάστρο Λαμίας (Ζητουνίου)                      
        II.            Κάστρο Μενδενίτσας (Βοδονίτσας)           
5.     Κάστρα της Βοιωτίας                                          
         I.            Κάστρο Λιβαδειάς                                              
6.     Κάστρα της Εύβοιας                                            
         I.            Κάστρο Καράμπαμπα                                
        II.            Κάστρο Καρύστου  και Μπούρτζι               
       III.            Κάστρο Φύλλων                                        
7.     Επίλογος                                                             
8.     Βιβλιογραφία
9.     Υποσημειώσεις                                                    




Εισαγωγή


            Η Ρούμελη είναι γενέθλιος τόπος πολλών παραδόσεων, μύθων και ιστοριών. Την ίδια στιγμή όμως έγινε μάρτυρας και πολλών από τα συγκλονιστικότερα γεγονότα της ελληνικής και, εν γένει, ευρωπαϊκής ιστορίας. Με το όνομά της να θυμίζει τους βυζαντινούς – μεσαιωνικούς χρόνους είναι αναμενόμενο να κρύβει στα βουνά και στους κάμπους της πολλά από τα μυστικά αυτής της χρονικής περιόδου. Στην παρούσα μελέτη θα κάνουμε μια σύντομη επισκόπηση μερικών από τα σημαντικότερα κάστρα της ιστορίας των μεσαιωνικών και νεότερων χρόνων της Στερεάς Ελλάδας.

                Μέσα από αυτή την μελέτη θα ξαναζωντανέψουμε αυτές ακριβώς τις ιστορίες, τα γεγονότα, αλλά και τους θρύλους που συνδέονται με αυτά τα μνημεία. Μάλιστα, τα τελευταία αποτελούν και σήμερα ακόμη αναπόσπαστο κομμάτι των πόλεων ή των λόφων που τα φιλοξενούν και συνεισφέρουν, όπως και στην υπόλοιπη Ελλάδα, στη γραφικότητα και ομορφιά της ελληνικής υπαίθρου.



Τα κάστρα της Αιτωλοακαρνανίας



Το κάστρο του Αντιρρίου

Το κάστρο του Αντιρρίου
Το κάστρο του Αντιρρίου είναι κτισμένο στο νοτιότερο άκρο του νομού Αιτωλοακαρνανίας, απέναντι από την Πελοπόννησο, κάτω από τη σύγχρονη γέφυρα του Ρίου-Αντιρρίου. Το Αντίρριο, όντας  μοναδικό πέρασμα από την Λοκρίδα και την Αιτωλία για την Αχαΐα, χρησιμοποιείτο ως λιμάνι όλες τις εποχές. Λόγω της στρατηγικής του θέσης, διαδραμάτισε τη Βυζαντινή και Μεταβυζαντινή εποχή σημαντικό ρόλο. Ακολούθησε τη μοίρα της Ναυπάκτου, όταν παραδόθηκε το 1499 κατά τη διάρκεια του πρώτου έτους του Β’ Βενετοτουρκικού πολέμου από τους Ενετούς στους Οθωμανούς[1].

Τότε ο Σουλτάνος Βαγιαζίτ Β’ βλέποντας τη στρατηγική σημασία του στενού ασφάλισε την είσοδο με την ανέγερση δύο φρουρίων στα δυο ακρωτήρια (Ρίο του Μοριά και Ρίο της Ρούμελης), πάνω σε αρχαία θεμέλια, σε διάστημα μόνον τριών μηνών. Το 1532 πολιορκήθηκε από το Γενοβέζο ναύαρχο Andrea Doria, ο οποίος ενεργούσε για λογαριασμό του μονάρχη των Αψβούργων, Καρόλου Ε'. Οι Οθωμανοί αρχικά αντιστάθηκαν, αλλά στη συνέχεια, υποχωρώντας, το ανατίναξαν. Το οχυρό εγκαταλείφθηκε για ένα χρόνο, οχυρώθηκε όμως ξανά από τους Οθωμανούς το 1533 με μεταφορά πυροβόλων από τη γειτονική Ναύπακτο. Το 1543 ο Οθωμανός ναύαρχος Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσσα μετέφερε στο κάστρο ισχυρές μονάδες πυροβολικού από τη Ναύπακτο. Το 1603, το φρούριο καταστράφηκε από τους Ιππότες της Μάλτας και ξανακτίστηκε από τους Τούρκους, οι οποίοι το ανατίναξαν το 1687, όταν ο Francesco Morosini τούς ανάγκασε να το εγκαταλείψουν. Το 1687 το κάστρο πιθανόν κτίζεται εκ νέου με σχέδια Eνετών μηχανικών. Οι Ενετοί το είχαν υπό την εποπτεία τους ως το 1699 όταν με τη συνθήκη του Κάρλοβιτς παραχωρήθηκε στους Οθωμανούς στους οποίους παρέμεινε έως το 1829, οπότε παραδόθηκε στους Έλληνες[2].

Στη σημερινή του μορφή αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα επιθαλάσσιου οχυρού ενετικής κυρίως αρχιτεκτονικής. Η κάτοψή του είναι σχεδόν εξάγωνη με πολυγωνικούς προμαχώνες στις γωνίες του. Περιβάλλεται στις τρεις πλευρές του από θάλασσα και υγρή τάφρο στο βόρειο τμήμα του, η οποία και το απομόνωνε από την ξηρά. Ερείπια προκεχωρημένων οχυρώσεων προς το εσωτερικό της Αιτωλίας με τη μορφή τάφρου και επιμήκους τείχους που αποκόπτουν τη χερσόνησο από την ενδοχώρα, εντοπίστηκαν σε απόσταση 600 μ. από το κάστρο. Το σωζόμενο οχυρό περιλαμβάνει κυρίως το περιμετρικό τείχος το οποίο διαμορφώνεται με ευθύγραμμη συμπαγή τοιχοποιία, περιμετρικό περίδρομο , διαδοχικές επάλξεις και κανονιοθυρίδες με μέτωπο προς τη θάλασσα. Χαρακτηριστικό είναι το ημικυλινδρικό εξέχον κυμάτιο (cordone) στη βάση του παραπέτου που περιτρέχει εξωτερικά το τείχος. Η κεντρική πύλη του κάστρου βρίσκεται στη βόρεια πλευρά του και οδηγεί μέσω ενός τοξωτού διαδρόμου στο εσωτερικό[3].


Το κάστρο της Βόνιτσας

Το κάστρο της Βόνιτσας

Οι πρώτες μαρτυρίες για την ύπαρξη της Βυζαντινής πόλης Βόνιτσας εντοπίζονται στο 10ο αιώνα. Το κάστρο κτίστηκε το 11ο αιώνα (περί το 1070) από τους Ενετούς, οι οποίοι έλαβαν από το Βυζάντιο το προνόμιο να κτίσουν το φρούριο και να εκμεταλλευτούν εμπορικά το λιμάνι στα πλαίσια της οικονομικής τους επέκτασης στην Ανατολή. Μετά το 1204, η Βόνιτσα αποτέλεσε μέρος του νεοϊδρυθέντος Δεσποτάτου της Ηπείρου. Το 1294 δόθηκε στον πρίγκιπα του Τάραντα σαν μέρος της προίκας της κόρης του Δεσπότη της Ηπείρου ενώ τo 1362 έγινε κτήση του οίκου των Tocco της Κεφαλονιάς που ήταν η ισχυρότερη οικογένεια της Δυτικής Ελλάδος τον 14ο αι.. Το 1448 ξαναπέρασε στα χέρια των Βενετών[4].

Για τους Ενετούς τα φρούρια της Βόνιτσας και της Ναυπάκτου αποτελούσαν στρατηγικά σημεία, που εξυπηρετούσαν την οικονομική και στρατιωτική πολιτική τους στο Ιόνιο. Τα τρία φρούρια στην είσοδο του Αμβρακικού, της Πρέβεζας, της Βόνιτσας και της Αγίας Μαύρας (Λευκάδα) διευθύνονταν από Ενετό Προβλεπτή. Οι Τούρκοι κατέκτησαν τη Βόνιτσα το 1479, μετά τη λήξη του Α’ Βενετοτουρκικού πολέμου. Οι Ενετοί επέστρεψαν υπό τον Μοροζίνι το 1684 και οι Τούρκοι το ξαναπήραν το 1714. Η τελική διαμόρφωση του κάστρου έγινε αυτήν την περίοδο από τους Ενετούς κυρίως αλλά και από τους Τούρκους. Το 1800 πέρασε για λίγο στην κατοχή των Γάλλων οι οποίοι όμως το έχασαν από τον Αλή πασά ο οποίος εκείνη την εποχή άρχισε να χτίζει κάστρα με φρενήρη ρυθμό στην ευρύτερη περιοχή. Οι Έλληνες κατέλαβαν το κάστρο στην επανάσταση του 1821 αλλά φαίνεται ότι δεν το κράτησαν γιατί αναφέρεται ότι παρέμεινε μια μικρή τουρκική δύναμη σε αυτό. Τελικά η Βόνιτσα έγινε ελληνική το 1829[5].

Το μεγαλύτερο μέρος των οχυρώσεων και των κτισμάτων που σώζονται σχεδιάστηκαν από Ενετούς μηχανικούς πάνω στα παλιά βυζαντινά ερειπωμένα τείχη. Είναι εκτάσεως 105 στρεμμάτων και το ανώτατο σημείο του είναι σε υψόμετρο 65 μέτρων από τη θάλασσα. Το κάστρο της Βόνιτσας παρουσιάζει την τυπική τριμερή διάταξη και δομή των μεσοβυζαντινών καστροπολιτειών. Αποτελείται από την άνω ακρόπολη, την κάτω ακρόπολη και τη Χώρα, δηλαδή την οχυρωμένη κάτω πόλη που ήταν το επίκεντρο του αστικού, οικονομικού και θρησκευτικού βίου.Ο περίβολος της ακρόπολης έχει ακανόνιστο ατρακτοειδές σχήμα μήκους 265 και πλάτους 150 μέτρων, με προσανατολισμό από ΒΔ προς ΝΑ περικλείοντας έκταση 34 στρεμμάτων[6].

Βορειοδυτικά της ακρόπολης ορθώνεται ένα κτίριο σχεδόν κυκλικό το οποίο σήμερα είναι ναός αφιερωμένος στην Αγία Σοφία, ενώ λίγα βήματα πιο πέρα σώζεται ένα κτίριο, με οροφή που εσωτερικά στηρίζεται σε τόξα, το οποίο κάποτε θα πρέπει να είχε χρησιμοποιηθεί σαν αποθήκη. Οι ευρείες προθήκες και αλλαγές του 17ου και 18ου αιώνα κάλυψαν σε μεγάλο βαθμό τα βυζαντινά στοιχεία του κάστρου και του έδωσαν τη σημερινή μορφή του. Εξετάζοντας προσεκτικά το κάστρο διαπιστώνει κανείς ότι ο αρχιτέκτονας ενέταξε στο σχέδιο του και αξιοποίησε όλες τις ανωμαλίες του βράχου και κατάφερε να εξασφαλίσει το φρούριο από στεριά και θάλασσα και να το καταστήσει απρόσβλητο ακόμη και αν το υπερασπιζόταν μικρή φρουρά.


Το κάστρο της Ναυπάκτου

Το κάστρο της Ναυπάκτου
Το Κάστρο της Ναυπάκτου είναι ένα από τα πλέον καλοδιατηρημένα παραδείγματα φρουριακής αρχιτεκτονικής στην Ελλάδα. Χτισμένο στον λόφο πάνω απ’ την πόλη, το Κάστρο της Ναυπάκτου δελέασε κάθε τύπου και διαθέσεων λαούς να το αποκτήσουν. Έλληνες, Τούρκοι, Ενετοί, Άγγλοι, πειρατές κ.α. το χρησιμοποίησαν σαν ορμητήριό τους, βάζοντας ο καθένας και τη δική του σφραγίδα στην σημερινή εικόνα. Τη σημερινή του μορφή την οφείλει στους Ενετούς. Η Ναύπακτος είχε μεγάλη στρατηγική σημασία για τη Βενετία και κατά την πρώτη περίοδο της Ενετοκρατίας (1407-1499) προσπάθησαν να την προστατέψουν από τους προελαύνοντες Οθωμανούς χτίζοντας ισχυρό κάστρο.

Το Κάστρο της Ναυπάκτου βρίσκεται sτη θέση της αρχαίας ακρόπολης. Κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο ήταν η σημαντικότερη ναυτική βάση των Αθηναίων. Το 191 π.Χ. κατελήφθη από τους Ρωμαίους. Το 553 μ.Χ. η Ναύπακτος καταστράφηκε από σεισμό. Από τον 8ο μ.Χ. αιώνα έγινε πρωτεύουσα θέματος. Το 1204, στη μοιρασιά που ακολούθησε την πτώση της Κωνσταντινούπολης (Partitio terrarum imperii Romaniae), η Ναύπακτος παραχωρήθηκε στους Ενετούς. Το 1210 ο Μιχαήλ Άγγελος Κομνηνός την περιέλαβε στις κτήσεις του Δεσποτάτου της Ηπείρου. Το 1294 δόθηκε προίκα στο Φίλιππο Ανδεγαυό (πρίγκιπα του Τάραντος) και το 1360 καταλήφθηκε από τον Αλβανό ηγεμόνα Γκίνο Μπούα Σπάτα.  Από το 1407 έως το 1499 διήρκεσε η Α' Ενετοκρατία, ενώ ως το 1687 ήταν υπό Τουρκική κυριαρχία. Από το 1687 έως το 1699 ήταν η περίοδος της Β' Ενετοκρατίας για να ακολουθήσει η Τουρκική κατάκτηση. Στις 18 Απριλίου 1829, απελευθερώθηκε οριστικά από τους Τούρκους, όταν ο Ανδρέας Μιαούλης απέκλεισε το λιμάνι της πόλης και ανάγκασε τους Τούρκους να παραδώσουν το φρούριο[7]

Η κορυφή του λόφου περικλείεται από κυκλικό τείχος διαμέτρου 100 μέτρων που σώζεται σε καλή κατάσταση. Δύο βραχίονες που ακολουθούν την κλίση του εδάφους, κατεβαίνουν από την κορυφή του λόφου, ο ένας ανατολικά και ο άλλος δυτικά και κοντά στη θάλασσα κάμπτονται και κλείνουν την είσοδο του λιμανιού. Τέσσερα εγκάρσια τείχη ενώνουν τους δύο αυτούς βραχίονες και σχηματίζουν πέντε διαζώματα, ώστε να δημιουργηθεί χώρος για τις κατοικίες. Έτσι ο λόφος έπαιρνε τη μορφή καστροπολιτείας.  Η οχύρωση στο Κάστρο της Ναυπάκτου ενισχύεται με πύργους κυκλικούς και τετράγωνους.



Τα κάστρα της Φωκίδας



Το κάστρο της Άμφισσας (Σαλώνων)

Το κάστρο της Άμφισσας
Το κάστρο της Άμφισσας που ιστορικά είναι πιο γνωστό σαν κάστρο των Σαλώνων ή κάστρο της Ωριάς, βρίσκεται σε βραχώδη λόφο ύψους 225μ πάνω από τη σύγχρονη πόλη της Άμφισσας, στη θέση μιας σημαντικής αρχαίας ακρόπολης. Ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός τον 6ο αιώνα, στο πλαίσιο των οχυρωματικών του έργων σε ολόκληρη την αυτοκρατορία, επισκεύασε και το κάστρο της Άμφισσας. Στις αρχές του 13ου αιώνα ξεκινά η περίοδος της Φραγκοκρατίας και η πόλη κυριεύθηκε από τον Βασιλιά της Θεσσαλονίκης, Βονιφάτιο Μομφερατικό. Οι Φράγκοι μετονόμασαν την Άμφισσα σε La Sole ιδρύοντας την Αυθεντία των Σαλώνων. Πρώτος αυθέντης ορίστηκε ο Θωμάς Α΄ ντ' Ωτρεμενκούρ (Thomas d'Autremencourt), ο οποίος έχτισε το κάστρο πάνω στα θεμέλια της αρχαίας ακρόπολης. Το 1210, προσπάθησε να επεκτείνει τη βαρονία του προς τα δυτικά και επιτέθηκε στο λιμάνι του Γαλαξιδίου. Οι κάτοικοί του τότε ζήτησαν τη βοήθεια του Δεσπότη της Ηπείρου Μιχαήλ Α΄ Κομνηνού Δούκα ο οποίος κατέλαβε τα Σάλωνα το 1210.  Το 1215 ο γιος του, Θωμάς Β' Ωτρεμενκούρ, κατόρθωσε να ανακαταλάβει τα Σάλωνα[8].

Τελευταίος Φράγκος αυθέντης των Σαλώνων ήταν ο Θωμάς Ωτρεμενκούρ ο Γ' που σκοτώθηκε στη μάχη του Κηφισού, το 1311 μ.Χ., μεταξύ Φράγκων και Καταλανών. Η μάχη του Κηφισού σήμανε την κατάλυση του Δουκάτου των Αθηνών από τους Καταλανούς, ενώ ο θάνατός του Θωμά σήμανε το τέλος της δυναστείας των Φράγκων ιπποτών στα Σάλωνα. Το 1311 λοιπόν, η Αυθεντία των Σαλώνων περνάει στα χέρια των Καταλανών. Πρώτος Καταλανός Κόμης ήταν ο Ρογήλο Ντε Λορ, που πήρε τα Σάλωνα σαν φέουδο και τη χήρα του Ωτρεμενκούρ για γυναίκα. Το 1402 έγινε νέα αλλαγή φρουράς: το κάστρο περιήλθε στον Δεσπότη του Μυστρά, Θεόδωρο Α' Παλαιολόγο, ο οποίος όμως δεν είχε τη δύναμη να το κρατήσει και το πούλησε στους Ιωαννίτες Ιππότες. Τέλος, το 1410 περιήλθε οριστικά στους Οθωμανούς Τούρκους. Κατά την Επανάσταση, τα Σάλωνα έγιναν το πρώτο κάστρο που έπεσε σε ελληνικά χέρια. Το Πάσχα του ‘21, ο Πανουργιάς, επικεφαλής των Ελλήνων αγωνιστών, πάτησε το κάστρο και η φρουρά των 600 Τούρκων εξοντώθηκε[9].

Το κάστρο χωρίζεται σε δυο μέρη στο Πάνω και στο Κάτω. Η πύλη του Πάνω κάστρου, της πρωταρχικής ακρόπολης, είναι κτισμένη με ογκόλιθους τεραστίων διαστάσεων και παραπέμπει σε μυκηναϊκά κτίσματα. Απέναντι ακριβώς από την πύλη υπάρχει ένα οχύρωμα προστασίας της. Στο Πάνω κάστρο υπάρχουν ερείπια δυο τετράγωνων και δυο στρογγυλών πύργων καθώς και τμήματα άλλων κτιρίων. Το Κάτω κάστρο είναι προσπελάσιμο από δυο μεριές, τη δυτική πύλη και τη ΒΑ δίοδο που ενώνει το κάστρο με τη σημερινή πόλη με σκαλοπάτια. Η δυτική πύλη είναι τοποθετημένη κατά τέτοιο τρόπο ώστε για να την πλησιάσει κανείς πρέπει να βαδίσει παράλληλα στο τείχος εκτεθειμένος στους αμυνόμενους 60 μ. περίπου. Το Κάτω κάστρο έχει σχεδόν σχήμα τριγωνικό, διάμετρο 460 περίπου μέτρα και διαθέτει τέσσερις προμαχώνες[10].






Τα κάστρα της Φθιώτιδας



Το κάστρο της Λαμίας (Ζητουνίου)

Το κάστρο της Λαμίας
Το Κάστρο της Λαμίας βρίσκεται στο ψηλότερο τμήμα της πόλης, στην κορυφή ενός βραχώδους λόφου. Δεσπόζει της γύρω περιοχής και ελέγχει την κοιλάδα του Σπερχειού έως το Μαλιακό κόλπο και το πέρασμα που οδηγεί διαμέσου της Όθρυος στη Θεσσαλία. Το αρχαιότερο τμήμα του περιβόλου της είναι κτισμένο κατά το πολυγωνικό σύστημα και χρονολογείται στον 5ο αι. π.Χ. Το 190 π.Χ. ο ύπατος Μάνιος Ακίλος Γλαβρίων κατέλαβε και λεηλάτησε άγρια την πόλη. Την εποχή του Ιουστινιανού η ακρόπολη εντάχθηκε πιθανότατα στο πρόγραμμα επιδιόρθωσης των οχυρών μεταξύ της Θεσσαλίας και των Θερμοπυλών. Το 1204 πέρασε στα χέρια των Φράγκων, που ίδρυσαν εκεί τη Βαρωνία του Ζητουνίου. Στα 1218 κατελήφθη από το Δεσπότη της Ηπείρου Θεόδωρο Κομνηνό Δούκα, ο οποίος στα 1275 παρέδωσε το Κάστρο ως προίκα στον μετέπειτα Δούκα των Αθηνών Γουλιέλμο δε λα Ρος. Στα 1311 το κάστρο πέρασε στα χέρια των Καταλανών. Το 1446 κατελήφθη οριστικά από τους Τούρκους και παρέμεινε στην κατοχή τους έως την απελευθέρωση της Λαμίας το 1833[11].

Η οχυρωμένη ακρόπολη αποτελούσε το κέντρο του αμυντικού συστήματος της Λαμίας κατά την κλασική και ελληνιστική περίοδο και συνδεόταν με τα τείχη της κάτω πόλης. Το αρχαιότερο τμήμα του περιβόλου της είναι κτισμένο κατά το πολυγωνικό σύστημα και χρονολογείται στον 5ο αι. π.Χ., όταν η Λαμία έγινε πρωτεύουσα του κράτους των Μαλιέων. Από την αρχαία οχύρωσή της διατηρούνται τμήματα στη βάση της βορειοδυτικής, της νοτιοανατολικής γωνίας και της δυτικής πλευράς, τα οποία μαρτυρούν ότι η αρχική κάτοψη της ακρόπολης δεν θα πρέπει να διέφερε πολύ από αυτή που σώζεται σήμερα.

Ο περίβολος στη σημερινή του μορφή έχει κάτοψη ορθογωνίου τριγώνου και η ανώτερη επιφάνειά του απολήγει σε οδοντωτές επάλξεις με περίδρομο. Οικοδομήθηκε από τους κατά καιρούς κυρίαρχους του οχυρού σύμφωνα με τον τρόπο δόμησης της κάθε εποχής, και με πυρήνα τα λείψανα των τειχών της αρχαίας ακρόπολης. Η περίμετρός του φθάνει τα 600μ. και το ύψος του ποικίλλει ανάλογα με τη διαμόρφωση του εδάφους. Τα ψηλότερα και επιβλητικότερα σημεία του είναι η βορειοδυτική και η ανατολική γωνία, ύψους 13 και 11,70μ. αντίστοιχα. Το Κάστρο έχει δύο πύλες, μία στα νοτιοανατολικά, η οποία λεγόταν "Σιδηρά" και μία στα βορειοανατολικά. Για την ενίσχυση του περιβόλου ορθώνονται κατά διαστήματα πύργοι, κυρίως κοντά στις πύλες, στις γωνίες του τείχους και γενικά σε όλα τα ευπρόσβλητα σημεία της άμυνας. Εσωτερικά, ο χώρος του Κάστρου διαιρείται σε τρία μέρη από δύο εγκάρσιους τοίχους. Πιθανότατα η διαίρεση αυτή έγινε από τους Φράγκους ή τους Καταλανούς. Το βόρειο τμήμα (Ακροπύργιο) είναι το ψηλότερο και χρησίμευε ως τελευταίο καταφύγιο των υπερασπιστών. Η είσοδος στο Ακροπύργιο γίνεται από μία πύλη με τοξωτό υπέρθυρο από πωρόλιθους[12].



Το κάστρο της Μενδενίτσας (Βοδονίτσας)

Το κάστρο της Μενδενίτσας

Το κάστρο της Μενδενίτσας θεμελιώθηκε πάνω στα ερείπια του εξωτερικού οχυρωματικού περιβόλου της αρχαίας πόλης των Αυγειών ή Φορυγών που διαδέχτηκε την ομηρική Τάρφη. Μετά την άλωση του 1204 και την Partitio μεταξύ των Σταυροφόρων και των Βενετών, η περιοχή της Μενδενίτσας υπήχθη στο Βασίλειο της Θεσσαλονίκης, το οποίο είχε ιδρύσει ο Βονιφάτιος ο Μομφερατικός (Bonifacio I del Monferrato, 1204-1207) ένας από τους ηγέτες της Δ’ Σταυροφορίας. Ο Βονιφάτιος, αφού έφτασε ως την Αθήνα κατακτώντας όλη την ηπειρωτική Ελλάδα πλην Ηπείρου και Πελοποννήσου, παραχώρησε τη Μενδενίτσα  σαν φέουδο στον Λομβαρδό ιππότη Guido Pallavicini ο οποίος έγινε ο πρώτος μαρκήσιος της τότε επονομαζόμενης Βοδονίτσας  και έκτισε το κάστρο. Για τα επόμενα 210 χρόνια παρά το μικρό της μέγεθος, η μαρκιονία της Μενδενίτσας υπήρξε από τα πιο σταθερά και ανθεκτικά φράγκικα κρατίδια στην Ελλάδα[13].

Ήταν μια από τις ελάχιστες περιοχές του Βασιλείου της Θεσσαλονίκης που παρέμεινε στους Φράγκους μετά την κατάλυση του Βασιλείου το 1224 από τους Βυζαντινούς του Δεσποτάτου της Ηπείρου. Παρέμεινε σαν ένα ουσιαστικά αυτόνομο κρατίδιο, αν και βαθμιαία αναγκάστηκε να δεχθεί την επικυριαρχία του Πριγκιπάτου της Αχαΐας. Ο Pallavicini πέθανε το 1237 και τον διαδέχθηκε ο γιος του. Όταν το 1311 οι Καταλανοί έγιναν αφέντες του Δουκάτου των Αθηνών και της Στερεάς Ελλάδας, το κρατίδιο της Μενδενίτσας επιβίωσε και προσαρμόστηκε στη νέα κατάσταση αναγνωρίζοντας τη εξουσία της Καταλανικής Εταιρείας. Το 1335, μετά από μια επεισοδιακή διαμάχη για τη διαδοχή, άρχοντας της Μενδενίτσας έγινε ο Ενετός Niccolo I Zorzi, ο οποίος είχε παντρευτεί την τελευταία απόγονο των Pallavicini, την Guglielma, την «Κυρά των Θερμοπυλών». Η Μενδενίτσα κατακτήθηκε οριστικά από τους Οθωμανούς το 1414.  Στις αρχές της Ελληνικής επανάστασης, το 1821, πολιορκήθηκε από τον οπλαρχηγό Δυοβουνιώτη και μετά από λίγες μέρες παραδόθηκε[14].

Το κάστρο αποτελείται από δυο σχεδόν ομόκεντρους περιβόλους και έναν προμαχώνα. Ο εξωτερικός περίβολος, πάχους 1,40 - 2,00 μ., που έχει καταρρεύσει κατά το μεγαλύτερο τμήμα του, εδράζεται στα ερείπια των τειχών της αρχαίας πόλης των Φαρυγών και ενισχύεται με τετράγωνους πύργους. Η πύλη βρισκόταν πιθανότατα στη νότια πλευρά. Ο προμαχώνας βρίσκεται ανάμεσα στους δυο περιβόλους και κτίστηκε για να ενισχύσει το νότιο τμήμα του εσωτερικού περιβόλου. Στο δυτικό του άκρο υπάρχει τραπεζιόσχημο κτίσμα, πιθανόν δεξαμενή. 

Ο εσωτερικός περίβολος, που καταλαμβάνει τη θέση της ακρόπολης της αρχαίας πόλης, διαιρείται σε δυο τμήματα με έναν διαχωριστικό τοίχο που ενισχύεται με πύργο. Το εξωτερικό τμήμα αυτού του περιβόλου διατηρείται μόλις μέχρι την επιφάνεια του εδάφους. Η πρόσβαση στο εσωτερικό τμήμα του περιβόλου, που αποτελεί και το καλύτερα διατηρημένο τμήμα του κάστρου, γίνεται από μία πύλη που ανοίγεται στον διαχωριστικό τοίχο δυτικά του πύργου. Το εσωτερικό αυτό τμήμα ενισχύεται από προμαχώνα στη βόρεια πλευρά και από τετράγωνο πύργο στη βορειοανατολική. Η τοιχοποιία του κάστρου αποτελείται από αμιγώς αρχαία τμήματα, καθώς και από τμήματα αργολιθοδομής με ενδιάμεσες πλίνθους και συνδετικό κονίαμα, ενίοτε με ενσωματωμένο αρχαίο υλικό σε δεύτερη χρήση[15].


Τα κάστρα της Βοιωτίας



Το κάστρο της Λιβαδειάς
 
Το κάστρο της Λιβαδειάς
Σε ένα λόφο ύψους 240 μέτρων νότια από την πόλη της Λιβαδειάς βρίσκεται το κάστρο της Λιβαδειάς. Πρόκειται για πανάρχαιο κάστρο που ανακατασκευάστηκε από τους Βυζαντινούς και αργότερα από τους Φράγκους. Τη σημερινή του μορφή, ως επί το πλείστον, την απέκτησε όταν στην περιοχή επικράτησαν οι Καταλανοί. 

Τα κατώτερα τμήματα του μεγάλου οχυρώματος του πύργου της ΒΑ γωνίας του Κάστρου, χτισμένα αποκλειστικά με υλικό που προέκυψε από την κατεδάφιση των παρακειμένων αρχαίων κτιρίων, ανήκουν πιθανώς σε μια οχύρωση του λόφου που θα μπορούσε με επιφύλαξη να χρονολογηθεί στη διάρκεια της βασιλείας του Ιουστινιανού. Δεν έχουν εντοπισθεί προς το παρόν λείψανα της πρώτης αυτής οχυρώσεως σε άλλα σημεία του περιβόλου του Κάστρου. Αργότερα, κατά τη Μεσοβυζαντινή περίοδο, με την διοικητική ανασυγκρότηση της Ρωμανίας, στο πλαίσιο των Θεμάτων, εντάχθηκε στο δίκτυο από οχυρωμένες πόλεις, τα «κάστρα», που μπορούσαν να αμυνθούν αυτόνομα στους βαλκάνιους επιδρομείς.  Τμήματα του εξωτερικού περιβόλου ανήκουν στην περίοδο αυτή.

Με την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους της Δ’ Σταυροφορίας το 1204, αρχίζει η μακρά περίοδος της Φραγκοκρατίας . Η Λιβαδειά και η περιοχή της ήταν τμήμα του Δουκάτου των Αθηνών του Όθωνα Δε Λα Ρός (de la Roche). Ιδιαίτερη σημασία απέκτησε η πόλη κατά τη διάρκεια της Καταλανικής κυριαρχίας στο Δουκάτο. Στις 15 Μαρτίου του 1311, στη μάχη της Κωπαΐδας , οι Καταλανοί κατανίκησαν τους Φράγκους έγιναν κυρίαρχοι της Ανατολικής Στερεάς. Οι Καταλανοί θεωρούνται επί της ουσίας οι κατασκευαστές του κάστρου της Λιβαδειάς στη μορφή που διασώζεται σήμερα. Το κάστρο είχε για τους Καταλανούς και άλλη ξεχωριστή σημασία. Φυλαγόταν εδώ η Ιερή Κάρα του Αγίου Γεωργίου, «κεφαλή, προστάτις και μεσίτρια» των βασιλιάδων του Αραγωνικού Οίκου. Περί τα 1430 οι Καταλανοί, υποκύπτουν στις επιθέσεις των μισθοφόρων Ναβαρραίων, ώσπου το 1460 το κάστρο και μαζί η Λιβαδειά περιέρχονται στην κυριαρχία των Τούρκων[16].

Οι παλαιότερες οικοδομικές φάσεις του κάστρου ανάγονται, πιθανότατα, στην Αρχαιότητα ή στον πρώιμο Μεσαίωνα και την τελική του μορφή έλαβε κυρίως από τους Καταλανούς. Τον εξωτερικό περίβολο του κάστρου, περιζώνει ένας απότομος βραχώδης λόφος, που από τη μία πλευρά καταλήγει στο φαράγγι. Ξεχωρίζει ο ανατολικός πύργος πάνω από το πάρκο της Κρύας ο οποίος αποτελούσε και το κυριότερο αμυντικό έρεισμα αφού βρισκόταν στο χαμηλότερο και πιο ευπρόσβλητο σημείο της οχύρωσης. Η τελευταία συνεχίζει περιμετρικά του τριγωνικού και ανισόπεδου λόφου που καθίσταται έτσι ιδιαίτερα απρόσβλητος.


Τα κάστρα της Εύβοιας



Το κάστρο του Καράμπαμπα
 
Το κάστρο του Καράμπαμπα
Οθωμανικό κάστρο του 17ου αιώνα που μαζί με το, καταστραμμένο πλέον, κάστρο της Χαλκίδας είχαν καταστήσει την πόλη απόρθητη. Το κάστρο βρίσκεται σε λόφο της βοιωτικής ακτής, που ονομάζεται Φούρκα. Η θέση του είναι στρατηγική, καθώς ελέγχει τα στενά του Ευρίπου και την πόλη της Χαλκίδας. Ο λόφος πιθανότατα οχυρώθηκε για πρώτη φορά κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο, αλλά είναι βέβαιο ότι δεν είχε οχύρωση στους Βυζαντινούς χρόνους ούτε κατά τη διάρκεια της Βενετοκρατίας  (1204-1470) και τους πρώτους αιώνες της Τουρκοκρατίας. 

Το φρούριο που σώζεται σήμερα οικοδομήθηκε από τους Τούρκους το 1684, με σκοπό την προστασία της Χαλκίδας από τους Βενετούς. Σχεδιάστηκε από τον Βενετό Gerolimo Galopo και η αρχιτεκτονική του είναι περισσότερο Ευρωπαϊκή και λιγότερο Τουρκική. Το φρούριο μαζί εκείνο της πόλης πολιορκήθηκε ανεπιτυχώς από τον Μοροζίνι το 1688 και οι Τούρκοι κατόρθωσαν να διατηρήσουν την κυριότητά του έως την απελευθέρωση της Ελλάδας. Κατά την Ελληνική Επανάσταση, οι Έλληνες δεν μπόρεσαν, παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες, να καταλάβουν την Χαλκίδα η οποία παραδόθηκε αμαχητί από τους Τούρκους μόνο μετά τη συνθήκη του 1833[17].

Η μορφή του προσεγγίζει κυρίως βενετικά πρότυπα, με στενόμακρο περίβολο, προσανατολισμένο από Ανατολή προς Δύση, με προτείχισμα στη βόρεια πλευρά, τρεις προμαχώνες και έναν μεγάλο πύργο. Το νότιο τμήμα του τείχους διατηρείται σε κακή κατάσταση. Αρχαία αρχιτεκτονικά μέλη έχουν εντοιχισθεί σε αρκετά σημεία του περιβόλου. Ο πιο σύνθετος, εξαγωνικός προμαχώνας βρίσκεται στην ανατολική πλευρά, προς τη Χαλκίδα. Στις επάλξεις διατηρούνται δύο ρωσικά κανόνια του 19ου αιώνα. Η μοναδική πύλη του φρουρίου βρίσκεται στη ΝΑ πλευρά του τείχους, ενώ γύρω της έχουν οικοδομηθεί κτήρια στρατιωτικού χαρακτήρα[18].

Στον ανατολικό τοίχο του περιβόλου, μεταξύ της πύλης και του ανατολικού πύργου, βρίσκεται κωδωνοστάσιο, κτισμένο στη θέση όπου βρισκόταν η καμπάνα του συναγερμού του φρουρίου. Το μόνο καλά σωζόμενο κτίσμα μέσα στον περίβολο είναι ναός αφιερωμένος στον Προφήτη Ηλία, που χρονολογείται το 1895. Το δυτικό άκρο του τείχους καταλαμβάνει επτάπλευρος πύργος, η μεγαλοπρεπέστερη αμυντική κατασκευή του φρουρίου. Η είσοδος στον πύργο γίνεται από στενό καμαροσκεπή διάδρομο, που θυμίζει λαβύρινθο[19].


Το κάστρο της Καρύστου και το Μπούρτζι

Το κάστρο της Καρύστου
Το κάστρο ονομαζόταν από τους Λατίνους «Castel Rosso» , ενώ οι Έλληνες διατήρησαν την ονομασία σαν «Κοκκινόκαστρο». Το όνομα οφείλεται στις κόκκινες πέτρες με τις οποίες έχει κτιστεί - από τα σχιστολιθικά πετρώματα της περιοχής - που του δίνουν μια κοκκινωπή απόχρωση. Το πρώτο φρούριο στο λόφο του σημερινού κάστρου χτίστηκε από τους Βυζαντινούς το 1030. Το μεσαιωνικό Καστέλλο Ρόσσο κτίστηκε πάνω στις βυζαντινές βάσεις κατά μια εκδοχή μεταξύ 1209 - 1216 από το Λομβαρδό βαρόνο Ραβάνο Ντάλλε Καρτσέρι (Ravano dalle Carceri) τον άρχοντα του τριτημορίου της νότιας Εύβοιας, ενός από τα τρία φέουδα του Ενετικού Βασιλείου του Νεγρεπόντε (Εύβοιας). Γύρω απ' το Καστέλο Ρόσσο δημιουργήθηκε μια πόλη, αφού οι κάτοικοι της Καρύστου έκτιζαν τα σπίτια τους κοντά στο κάστρο, για λόγους ασφάλειας[20].

Δεκαετίες αργότερα, ο περιβόητος ιππότης Λικάριο, στην υπηρεσία του Βυζαντινού Αυτοκράτορα Μιχαήλ Η' Παλαιολόγου, οδήγησε ένα Βυζαντινό στράτευμα κάτω από τα τείχη της Καρύστου, και μετά από τη στενή πολιορκία το εκπόρθησε το 1276 και εγκατέστησε εκεί βυζαντινή φρουρά. Όμως η Κάρυστος δεν έμεινε για πολύ στα χέρια των Βυζαντινών. Το 1295 ο Βονιφάτιος ντα Βερόνα, ευνοούμενος του Δούκα της Αθήνας, μετά από πολιορκία εκδίωξε τη βυζαντινή φρουρά και κατέλαβε το φρούριο, το οποίο κράτησε μέχρι το τέλος της ζωής του. Μετά το θάνατο του Βονιφάτιου το 1318, η Κάρυστος και το κάστρο των Αρμένων, στα Στύρα, περιήλθαν στην εξουσία του Καταλάνου πρίγκιπα Αλφόνσο Φαδρίγου ντ' Αραγκόν, συζύγου της κόρης του Βονιφάτιου, Μαρούλας[21].

Όλο αυτό το χρονικό διάστημα οι Βενετοί δεν έπαψαν να ενδιαφέρονται για το λιμάνι της Καρύστου και στα 1359 κατάφεραν να αγοράσουν τη βαρονία της Καρύστου από το  Βονιφάτιο ντ' Αραγκόν, αντί του ποσού των 6.000 δουκάτων. Κάτω από την εξουσία των Ενετών όμως η Κάρυστος παρήκμασε. Αυτή η κατάπτωση οδήγησε τους Βενετούς πρώτα στην εκμίσθωσή της, στην ιταλική οικογένεια Ιουστινιάνι το 1386 και κατόπιν το 1406 στην παραχώρηση της βαρονίας στο Nicolo Zorzi. Τελικά το καλοκαίρι του 1470, μετά την κατάληψη της Χαλκίδας από τους Τούρκους εγκαταλείφθηκε  από τους Βενετούς και από τους Zorzi. Το κάστρο άνοιξε τις πόρτες του στους Έλληνες μετά την απελευθέρωση και την αποχώρηση των Τούρκων, το Μάρτιο του 1833.
Στο εσωτερικό του τειχισμένου περιβόλου, υψώνονται εντυπωσιακά τα ψηλά τείχη και οι επάλξεις που προστάτευαν το δεύτερο εσωτερικό κάστρο. Προς τα ανατολικά, περνώντας από σωρούς από λίθους που κάποτε αποτελούσαν τα δομικά υλικά με τα οποία ήταν κατασκευασμένα τα ποικίλα κτίρια του κάστρου τα εξωτερικά τείχη ισχυροποιούνται μ' ένα πολυγωνικό πύργο. Δυτικά της κύριας πύλης υψώνονται τα ερείπια του πλέον επιβλητικού κτιρίου του κάστρου. Πρόκειται για τις λιθόκτιστες πλευρικές τοιχοποιίες ενός άλλοτε μεγαλοπρεπούς διώροφου τουλάχιστον, παραλληλόγραμμου κτιρίου. Το κτίριο αυτό, την εποχή της φραγκοκρατίας πρέπει να αποτελούσε την κατοικία του κυρίου του κάστρου. Τα νοτιοδυτικά τείχη του κάστρου καταλήγουν σ' ένα ισχυρό τετράγωνο προμαχώνα, με εμφανείς εξωτερικά διακοσμητικές ταινίες ισοδομικής τοιχοποιίας, οι οποίες αποτελούνται από παραλληλόγραμμους μαρμάρινους ογκόλιθους, προερχόμενους προφανώς από τα ερείπια κάποιου παλιότερου σημαντικού κτιρίου της περιοχής. Τα βόρεια τείχη του κάστρου ενισχύονται από ένα επιβλητικό κυλινδρικό πύργο, ο οποίος προβάλλει δυναμικά απ' αυτά και τα προστατεύει. Εκεί βρίσκεται και το εσωτερικό φρούριο του κάστρου της Καρύστου που αποτελούσε την ακρόπολη, τελευταίο οχυρό άμυνας σε περίπτωση που το κυρίως κάστρο έπεφτε στα χέρια των επιδρομέων[22].

Συμπληρωματικά προς το κυρίως κάστρο λειτουργούσε το Μπούρτζι που βρίσκεται στον κύριο παραλιακό δρόμο της πόλης της Καρύστου. Πρόκειται για ενετική κατασκευή του 1350.  Είναι διώροφο εξαγωνικού σχήματος με πολλές πολεμίστρες και 24 μπουκαπόρτες περιβόλου. Σώζεται ακέραιο. Για την ανέγερσή του οι Βενετοί χρησιμοποίησαν ως δομικά υλικά τα μαρμάρινα κομμάτια από Ρωμαϊκό Μαυσωλείο, που βρίσκεται στο κέντρο της αγοράς. Ως προς τη σχέση του με το κάστρο θυμίζει την αντίστοιχη σχέση Παλαμηδίου-Μπούρτζι Ναυπλίου όπου κι εκεί το δεύτερο λειτουργεί συμπληρωματικά για την προστασία του λιμανιού[23].


Το κάστρο των Φύλλων
 
Το κάστρο των Φύλλων
Η ιστορία του κάστρου έχει συνδεθεί με την ζωή του ιππότη Λικάριο, που έδρασε το 13ο αιώνα. Ο Λικάριο ήταν Γενοβέζικης καταγωγής από καρυστινή μητέρα. Γεννημένος στην Κάρυστο, ήταν ένας απλός αυλικός στην υπηρεσία του τριτημόριου ηγεμόνα  της κεντρικής Εύβοιας Guiberto Dalle Carceri στην Χαλκίδα. Για προσωπικούς λόγους ξεκίνησε σύντομα την τυχοδιωκτική του δράση στην Εύβοια.  Έτσι, ήρθε σε επικοινωνία με τον αυτοκράτορα του Βυζαντίου Μιχαήλ Η΄ τον Παλαιολόγο και του πρότεινε να αναλάβει εκ μέρους των Βυζαντινών την ανακατάληψη της Εύβοιας. Σύντομα το ένα μετά το άλλο κάστρο της Εύβοιας, έπεφταν στα χέρια του Λικάριο. Τελευταίο έπεσε το Castello Rosso, το κάστρο της Καρύστου. Ο Λικάριο ανταμείφθηκε πλουσιοπάροχα από τον αυτοκράτορα του Βυζαντίου, καθώς τον τίμησε και με υψηλότατα αξιώματα, εκείνα του Μεγάλου Κοντόσταυλου και του Μεγαδούκα. Επιστρέφοντας από την Κωνσταντινούπολη στην Εύβοια, διάλεξε σαν κατοικία του το κάστρο στα Φύλλα. Το τέλος του ιππότη παραμένει άγνωστο. Σύμφωνα με την παράδοση, ο Λικάριο πέθανε δηλητηριασμένος από την όμορφη Χαλκιδέα ερωμένη του. 

Το κάστρο βρίσκεται σε ψηλό λόφο και επιβλέπει το Λιλάντιο πεδίο, εύφορη πεδιάδα με διαχρονική στρατηγική σημασία για την Εύβοια. Έχει την τυπική κάτοψη μεσαιωνικού μικρού οχυρού με κεντρικό πύργο (donjon) στο εσωτερικό. Οι καλύτερα σωζόμενες πλευρές του κάστρου είναι η βόρεια και δυτική, που κοιτάζουν αντίστοιχα προς Αφράτι και Χαλκίδα όμως οι άλλες δυο από τις πλευρές του κάστρου είναι ολοκληρωτικά κατεστραμμένες από τους Τούρκους προκειμένου να μην ξαναχρησιμοποιηθεί, αφότου καταλήφθηκε η νήσος το 1470. Μόλις ο επισκέπτης περάσει την περίμετρο των τειχών, βλέπει την κατοικία του άρχοντα, η οποία ήταν διώροφη και αρκετά ευρύχωρη. Στο εσωτερικό σώζονται ακόμη λιθόκτιστες σκάλες που οδηγούν πάνω στο τείχος της βόρειας πλευράς[24].






Επίλογος


                Μέσα από την περιγραφή των εξεχόντων κάστρων της Ρούμελης διαπιστώσαμε τον καθοριστικό ρόλο που διαδραμάτισαν κατά τη μεσαιωνική περίοδο και την αυγή των νεότερων χρόνων, ακόμη και κατά την εθνική Παλιγγενεσία του ’21. Όπως ακριβώς συνέβαινε και στην υπόλοιπη Ελλάδα, αλλά και την Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή, τα κάστρα αποτελούσαν ως το 18ο αι. το επίκεντρο του ενδιαφέροντος για επιτιθέμενους και αμυνόμενους, έχοντας συγχρόνως επιθετικά και αμυντικά χαρακτηριστικά.

                Τούτο συνέβαινε διότι με την κατασκευή τους έπαιρναν αμέσως την ιδιότητα του κύριου αμυντικού ερείσματος για τον ιδιοκτήτη τους (φεουδάρχη ή οργανωμένο κράτος) ο οποίος εκεί έθετε το κέντρο της άμυνάς του απέναντι στους επίδοξους κατακτητές της γης του. Συχνά όμως γινόντουσαν και βάση εξόρμησης για επιδρομές ή νέες κατακτήσεις οι οποίες με τη σειρά τους δημιουργούσαν την ανάγκη κατασκευής νέων κάστρων ή, έστω, πύργων. Έτσι, διαπιστώνει κανείς πως τα ίδια τα κάστρα έγιναν μοχλός για την εξέλιξη των ιστορικών γεγονότων. Γι΄ αυτό το λόγο παραμένουν ως σήμερα αναπόσπαστο κομμάτι της ιστορίας του τόπου μας, τόποι αυτογνωσίας και μνήμης.





Βιβλιογραφία

Ελλάς (συλλογικό έργο), Ιστορία και Πολιτισμός του Ελληνικού Έθνους, τ. Α’-Β’, εκδ. Πάπυρος, Αθήνα, 1998.

Lock Peter, Οι Φράγκοι στο Αιγαίο (1204-1500), μτφρ. Γ. Κουσουνέλος, εκδ. Ενάλιος, Αθήνα, 1998.

Miller  William, Ιστορία της Φραγκοκρατίας στην Ελλάδα : 1204 – 1566, μτφρ. Άγγελου Φουριώτη, 3η έκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, 1997.

Ιστορία του Ελληνικού Έθνους (συλλογικό έργο), τ. Θ, Ι, ΙΑ, εκδ. Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1972.

Nicol Donald, Οι Τελευταίοι Αιώνες του Βυζαντίου (1261-1453), μτφρ. Στάθης Κομνηνός, εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα, 2001.



Διαδίκτυο

Ιστοσελίδα του Υπουργείου Πολιτισμού (http://odysseus.culture.gr)
Ιστοσελίδα του Ιδρύματος Μείζονος Ελληνισμού (www.ime.gr)
Ιστοσελίδα Καστρολόγος (http://www.kastra.eu)




[1] William Miller, Ιστορία της Φραγκοκρατίας στην Ελλάδα : 1204 – 1566, μτφρ. Άγγελου Φουριώτη, 3η έκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, 1997, σ.564. Donald Nicol, Οι Τελευταίοι Αιώνες του Βυζαντίου (1261-1453), μτφρ. Στάθης Κομνηνός, εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα, 2001, σσ.569, 620. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Ι, εκδ. Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1972, σ.283.
[2] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Ι, ο.π., σ. 294. Ιστοσελίδα Καστρολόγος: http://www.kastra.eu/castlegr.php?kastro=antirio (Κάστρο Αντιρρίου).
[3] Ιστοσελίδα Καστρολόγος: http://www.kastra.eu/castlegr.php?kastro=antirio (Κάστρο Αντιρρίου).
[4] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Θ, εκδ. Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1972, σ.261. Ιστοσελίδα Καστρολόγος: http://www.kastra.eu/castlegr.php?kastro=vonitsa (Κάστρο Βόνιτσας).
[5] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΑ, εκδ. Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1970, σσ.20-21, 47, 50.
[6] Ιστοσελίδα Καστρολόγος: http://www.kastra.eu/castlegr.php?kastro=vonitsa (Κάστρο Βόνιτσας).
[7] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Θ, ο.π., σ.196.  Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Ι, ο.π., σ.282. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΑ, ο.π., σ. 21-21, 35. William Miller, ο.π., σσ. 426, 564. Donald Nicol, ο.π., σσ. 569, 617, 620. Ιστοσελίδα Καστρολόγος: http://www.kastra.eu/castlegr.php?kastro=nafpaktos (Κάστρο Ναυπάκτου).
[8] William Miller, ο.π., σσ.72. Peter Lock, Οι Φράγκοι στο Αιγαίο (1204-1500), μτφρ. Γ. Κουσουνέλος, εκδ. Ενάλιος, Αθήνα, 1998, σσ.155-6. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Θ, ο.π., σ.248.
[9] William Miller, ο.π., σσ.270-280, 376. Peter Lock, ο.π., σ.197-205. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Θ, ο.π., σσ.255-6. Ιστοσελίδα Καστρολόγος: http://www.kastra.eu/castlegr.php?kastro=amfisa (Κάστρο Άμφισσας).
[10] Ιστοσελίδα Καστρολόγος: http://www.kastra.eu/castlegr.php?kastro=amfisa (Κάστρο Άμφισσας).
[11] William Miller, ο.π., σσ.70-72, 265-270. Peter Lock, ο.π., σσ.155-156. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Θ, ο.π., σ.255-6. Ιστοσελίδα Υπουργείου Πολιτισμού: http://odysseus.culture.gr/h/3/gh351.jsp?obj_id=20544 (Κάστρο Λαμίας). Ιστοσελίδα Καστρολόγος: http://www.kastra.eu/castlegr.php?kastro=lamia (Κάστρο Λαμίας).
[12] Ιστοσελίδα Υπουργείου Πολιτισμού: http://odysseus.culture.gr/h/3/gh351.jsp?obj_id=20544 (Κάστρο Λαμίας).
[13] William Miller, ο.π., σ.72. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Θ, ο.π., σ.248.
[14] William Miller, ο.π., σσ.265 κ.εξ. Peter Lock, ο.π., σ.155-156. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Θ, ο.π., σ.255-6. Ιστοσελίδα Καστρολόγος: http://www.kastra.eu/castlegr.php?kastro=mendenitsa (Κάστρο Μενδενίτσας).
[15] Ιστοσελίδα Υπουργείου Πολιτισμού: http://odysseus.culture.gr/h/2/gh251.jsp?obj_id=944 (Κάστρο Μενδενίτσας).
[16] William Miller, ο.π., σσ. 265-288, 376-78. Peter Lock, ο.π., σσ.155-156, 197-222. Donald Nicol, ο.π., σσ.620-625. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Θ, ο.π., σ.248, 255-6.
Ιστοσελίδα Καστρολόγος: http://www.kastra.eu/castlegr.php?kastro=livadia (Κάστρο Λιβαδειάς).
[17]Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΑ, ο.π., σ.30. Ιστοσελίδα Καστρολόγος:  http://www.kastra.eu/castlegr.php?kastro=karababa (Κάστρο Καράμπαμπα).
[18] Ιστοσελίδα Υπουργείου Πολιτισμού: http://odysseus.culture.gr/h/2/gh251.jsp?obj_id=1630 (Κάστρο Καράμπαμπα).
[19] Ιστοσελίδα Καστρολόγος:  http://www.kastra.eu/castlegr.php?kastro=karababa (Κάστρο Καράμπαμπα).
[20] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Θ, ο.π., σ.263.
[21] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Θ, ο.π., σσ.125, 129, 265.Ιστοσελίδα Καστρολόγος: http://www.kastra.eu/castlegr.php?kastro=karystos (Κάστρο Καρύστου).
[22] Ιστοσελίδα Καστρολόγος: http://www.kastra.eu/castlegr.php?kastro=karystos (Κάστρο Καρύστου).
[23] Ιστοσελίδα Καστρολόγος: http://www.kastra.eu/castlegr.php?kastro=karystobrtzi (Μπουρτζι Καρύστου).
[24] Ιστοσελίδα Καστρολόγος: http://www.kastra.eu/castlegr.php?kastro=fylla (Κάστρο Φύλλων)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου