Σάββατο 9 Μαΐου 2015

Η εργασία για τις μυκηναϊκές ακροπόλεις της Αργολίδος





Εκπαιδευτικό Πρόγραμμα Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης
των μαθητών της Β’ Τάξης του 53ου Γενικού Λυκείου Αθηνών
για το σχολικό έτος 2014-15 με τίτλο:

«Η Φύση αγκαλιάζει τον Πολιτισμό»



ΘΕΜΑ: Οι Μυκηναϊκές Ακροπόλεις της Αργολίδος


Εργασία των παρακάτω μαθητών και μαθητριών της Β’ Τάξης:

Λούπας Σταύρος
Μαρίνου Αγγελική
Μπίτση Αθανασία
Ολντάσι Ελισάβετ
Παππά Όλγα
Σακάρη Βάσω



Αθήνα 2015



Περιεχόμενα


1.     Εισαγωγή                                                             
2.     Μυκήνες                                                              
α)  Ιστορικό των ανασκαφών                          
β)  Ο αρχαιολογικός χώρος της ακροπόλεως  
3.     Τίρυνθα                                                                
α)  Ιστορικό των ανασκαφών                          
β) Ο αρχαιολογικός χώρος της ακροπόλεως  
4.     Μιδέα                                                                  
α)  Ιστορικό των ανασκαφών                          
β)  Ο αρχαιολογικός χώρος της ακροπόλεως  
5.     Επίλογος                                                             
6.     Βιβλιογραφία
7.     Υποσημειώσεις                                                    






Εισαγωγή

                Η Εποχή του Χαλκού και κυρίως η Ύστερη Περίοδός της (1600-1100 π.Χ.) θεωρείται από τους αρχαιολόγους ως η εποχή της μεγαλύτερης πολιτιστικής, πολιτικής και οικονομικής  ακμής του ελληνικού έθνους  κατά την Προϊστορία.  Την εποχή εκείνη, και για πρώτη φορά ως τότε, ο ελληνικός κόσμος απέκτησε μια ομοιογένεια, μια ενότητα πρωτόφαντη και εντυπωσιακή η οποία εκφράστηκε μέσα από σπουδαία πνευματικά και υλικά επιτεύγματα. Το αποτέλεσμα αυτής της ακμής αποτυπώθηκε για πάντα στα καταπληκτικά έργα τέχνης και κάθε είδους μνημεία που αποκαλύφθηκαν στην  ηπειρωτική Ελλάδα, τα νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου, την Κύπρο, τη Μικρά Ασία, ακόμη και σε περιοχές πιο μακρινές, όπως την Ιταλία και τη Συρία. 



Από το πλήθος των αρχαιολογικών καταλοίπων του λεγόμενου Μυκηναϊκού Πολιτισμού όπως ονομάστηκε εύστοχα η πολιτιστική αυτή ενότητα, αυτά που εκφράζουν πιο ανάγλυφα την ισχύ και την πρόοδο των Ελλήνων  της εποχής είναι οι περίφημες οχυρωμένες ακροπόλεις που περιέκλειαν τα ανάκτορα των μυθικών ηγεμόνων. Από αυτές εμείς θα εξετάσουμε τις τρεις μεγάλες ακροπόλεις της Αργολίδας, δηλαδή εκείνες των  Μυκηνών, της Τίρυνθας και της Μιδέας, καθώς – από τα ως τώρα δεδομένα – η περιοχή αυτή της Πελοποννήσου αποτέλεσε το επίκεντρο του Μυκηναϊκού Πολιτισμού, κάτι που φαίνεται ότι πίστευαν και οι αρχαίοι, αφού τούτο εκφράστηκε ακόμη και στην μυθολογία.




Μυκήνες

Ιστορικό των ανασκαφών

Οι «Πολύχρυσες Μυκήνες», το βασίλειο του μυθικού Αγαμέμνονα, που πρώτος ύμνησε ο Όμηρος στα έπη του, είναι το σημαντικότερο και πλουσιότερο ανακτορικό κέντρο της Ύστερης Εποχής του Χαλκού στην Ελλάδα. Το όνομά τους έχει δοθεί σε έναν από τους λαμπρότερους πολιτισμούς της ελληνικής προϊστορίας, το μυκηναϊκό, και οι μύθοι που συνδέονται με την ιστορία τους διαπέρασαν τους αιώνες με τα ομηρικά έπη και τις μεγάλες τραγωδίες της κλασικής εποχής, ενώ ενέπνευσαν και συνεχίζουν να εμπνέουν παγκοσμίως την πνευματική δημιουργία και την τέχνη. Η μυθική παράδοση φέρει ως ιδρυτή των Μυκηνών τον Περσέα, γιο του Δία και της Δανάης, της κόρης του Ακρισίου, του βασιλιά του Άργους, απόγονου του Δαναού. Ο Παυσανίας (2.16.3) αναφέρει ότι ο Περσέας ονόμασε τη νέα πόλη Μυκήνες είτε επειδή εκεί έπεσε ο μύκης του ξίφους του είτε επειδή εκεί αποκαλύφθηκε μία πηγή με άφθονο νερό, η Περσεία πηγή, κάτω από τη ρίζα ενός «μύκητος», δηλαδή ενός μανιταριού. Σύμφωνα με το μύθο, οι απόγονοι του Περσέα βασίλεψαν στις Μυκήνες για τρεις γενιές, με τελευταίο τον Ευρυσθέα, που σκοτώθηκε χωρίς να αφήσει απογόνους, και έτσι οι κάτοικοι των Μυκηνών επέλεξαν ως βασιλιά τους τον Ατρέα, γιο του Πέλοπα και πατέρα του Αγαμέμνονα και του Μενέλαου.


Τα κυκλώπεια τείχη της μυκηναϊκής ακρόπολης, όμως, παρέμεναν ορατά στο πέρασμα των αιώνων και αποτέλεσαν πόλο έλξης πολλών περιηγητών και αρχαιοφίλων, που δεν δίστασαν να λεηλατήσουν το χώρο κατά τον 18ο και 19ο αιώνα, επωφλούμενοι από την αδιαφορία και τη φιλαργυρία των Τούρκων. Το 1837, μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας, οι Μυκήνες τέθηκαν υπό την αιγίδα της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, η οποία μέχρι σήμερα πραγματοποιεί έρευνες στο χώρο. Το 1841 ο αντιπρόσωπός της, Κ. Πιττάκης, καθάρισε την Πύλη των Λεόντων και το 1876 ο Ερρίκος Σλήμαν, ύστερα από μικρές δοκιμαστικές τομές το 1874, ξεκίνησε τη μεγάλη του ανασκαφή, που αποκάλυψε τους πέντε τάφους του Ταφικού Κύκλου Α, υπό την επίβλεψη του Π. Σταματάκη, ο οποίος συνέχισε τις εργασίες το διάστημα 1876-1877, αποκαλύπτοντας και τον έκτο τάφο.



Στη συνέχεια, ανασκαφές στα ανάκτορα και στα νεκροταφεία πραγματοποίησαν οι Χ. Τσούντας (1884-1902), Δ. Ευαγγελίδης (1909), G. Rosenwaldt (1911), Α. Κεραμόπουλος (1917), και A.J.B. Wace (1920-1923, 1939, 1950-1957). Παράλληλα, οι Ι. Παπαδημητρίου και Γ. Μυλωνάς της Αρχαιολογικής Εταιρείας ανέσκαψαν τον Ταφικό Κύκλο Β και οικίες, κατά τα έτη 1952-1955, ενώ ο Γ. Μυλωνάς μαζί με το Ν. Βερδελή της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, ανέσκαψαν τμήματα του οικισμού. Οι ανασκαφές της Βρετανικής Αρχαιολογικής Σχολής, υπό την επίβλεψη του λόρδου W. Taylour αποκάλυψαν το θρησκευτικό κέντρο, ενώ έρευνες συνεχίσθηκαν και από την Αρχαιολογική Εταιρεία με το Γ. Μυλωνά και το Σπ. Ιακωβίδη το 1959 και 1969-1974. Αναστηλωτικές εργασίες πραγματοποιήθηκαν το 1950-1955 από τον Α. Ορλάνδο και τον Ε. Στίκα στο θολωτό τάφο της Κλυταιμνήστρας, στο ανάκτορο, στο χώρο γύρω από την Πύλη των Λεόντων και στον Ταφικό Κύκλο Β. Από το 1998 βρίσκεται σε εξέλιξη το έργο «Συντήρηση-Στερέωση-Ανάδειξη των Μνημείων της Ακροπόλεως Μυκηνών και του Ευρύτερου Περιβάλλοντος Χώρου», το οποίο ανέλαβε αρχικά η Ομάδα Εργασίας Συντήρησης Μνημείων Επιδαύρου και στη συνέχεια η Επιτροπή Μυκηνών, που δημιουργήθηκε το 1999 από το Υπουργείο Πολιτισμού[1].



Ο αρχαιολογικός χώρος της ακροπόλεως


Η ακρόπολη των Μυκηνών
Ο αρχαιολογικός χώρος των Μυκηνών περιλαμβάνει την τειχισμένη ακρόπολη στην κορυφή του υψώματος, καθώς και διάσπαρτα ταφικά και οικιστικά συγκροτήματα έξω από αυτήν, κυρίως στα δυτικά και νοτιοδυτικά. Τα περισσότερα από τα μνημεία, που είναι σήμερα ορατά, χρονολογούνται στην περίοδο της μεγάλης ακμής του ανακτορικού κέντρου, από το 1350 έως το 1200 π.Χ..


Η ακρόπολη έχει κάτοψη σχεδόν τριγωνική και είναι οχυρωμένη με τα λεγόμενα κυκλώπεια τείχη. Η κύρια είσοδός της, στη βορειοδυτική γωνία των τειχών, είναι η περίφημη Πύλη των Λεόντων, σύμβολο εξουσίας και δύναμης των Μυκηναίων ηγεμόνων. Το ανάγλυφο που έδωσε στην πύλη το όνομά της, παριστάνει δύο συμμετρικά αντιμέτωπα λιοντάρια και είναι λαξευμένο σε μία πλάκα τοποθετημένη στο «ανακουφιστικό τρίγωνο», χαρακτηριστικό στοιχείο της μνημειακής μυκηναϊκής αρχιτεκτονικής. Προχωρώντας κατά μήκος του δυτικού σκέλους του τείχους ο επισκέπτης συναντά πρώτα τον Ταφικό Κύκλο Α, που περικλείει τους έξι μεγάλους λακκοειδείς τάφους, στους οποίους βρέθηκαν πολλά χρυσά αντικείμενα και άλλα πολύτιμα έργα τέχνης. Ακολουθεί μία σειρά κτηρίων, που πιθανότατα ήταν κατοικίες αξιωματούχων. Το θρησκευτικό κέντρο, που αναπτύσσεται κατά μήκος του νότιου σκέλους του τείχους, περιλαμβάνει κτηριακά συγκροτήματα λατρευτικού χαρακτήρα. Το ανάκτορο, σύμβολο της δύναμης των Μυκηναίων βασιλέων, δεσπόζει στο ψηλότερο σημείο της ακρόπολης[2].



Στο βορειοανατολικό άκρο του τειχισμένου χώρου βρίσκεται η είσοδος της υπόγειας κρήνης, που κτίσθηκε κατά την τρίτη οικοδομική φάση της οχύρωσης για να εξασφαλισθεί η πρόσβαση προς το νερό από την ακρόπολη σε περίπτωση πολιορκίας. Σε μικρή απόσταση προς τα δυτικά της εισόδου προς τη δεξαμενή, βρίσκεται η δεύτερη πύλη του τείχους, η λεγόμενη Βόρεια Πύλη, που είναι ίδιας κατασκευής με την Πύλη των Λεόντων, αλλά μικρότερη.


Τα αρχαιολογικά ευρήματα και τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα που βρέθηκαν κοντά στα τείχη έφεραν στο φως τρεις βαθμίδες οικοδόμησης, από τα μέσα του 14ου αιώνα π.Χ. έως τα τέλη του 13ου αιώνα π.Χ., οι οποίες έκαναν το σύστημα οχύρωσης όλο και πιο αποτελεσματικό. Σήμερα, βλέπουμε τα επιβλητικά αμυντικά τείχη, τα οποία ακολουθούν τη φυσική διαμόρφωση του εδάφους και σχηματίζουν ένα νοητό τρίγωνο. Είναι η τελική οικοδομική φάση των τειχών, η οποία χρονολογείται στα τέλη του 13ου αιώνα π.Χ.. Την ίδια εποχή οχυρώνονται και οι άλλες μυκηναϊκές ακροπόλεις με τον ίδιο τρόπο.


Η τελική οικοδομική φάση (1200 π.Χ.) αφορά μόνο την επέκταση στη ΒΑ γωνία της ακρόπολης. Έγινε για να συμπεριλάβει την υπόγεια δεξαμενή και προσαρτήθηκε στην υπάρχουσα τειχογραμμή. Με την ευκαιρία αυτού του σημαντικού βελτιωτικού έργου, που εξασφάλιζε νερό στην ακρόπολη κυρίως όταν αυτή θα βρισκόταν σε περίοδο πολιορκίας, έγιναν οι δυο πυλίδες στη ΒΑ επέκταση. Η μία διευκόλυνε την φύλαξη της κρήνης που τροφοδοτούσε την ακρόπολη και η άλλη είχε σαν στόχο την εύκολη πρόσβαση σ' ένα παρατηρητήριο εκτός των τειχών. Την ίδια εποχή διαπλατύνθηκε η μεγάλη αναβάθρα, η οποία πήρε την τελική της μορφή και οικοδομούνται οι βόρειες αποθήκες στην εσωτερική βόρεια πλευρά του τείχους. Η περίμετρος του τείχους στη σημερινή του μορφή είναι 900 μέτρα και οχυρώνει μια έκταση 30.000 τ.μ., με μέγιστο σωζόμενο ύψος 8,25μ. περίπου και μέσο όρο πλάτους 5,50-6μ., που όμως σε κάποια σημεία φτάνει και τα 8μ.[3]


Η β΄ οικοδομική φάση χρονολογείται περίπου στα μέσα του 13ου αιώνα (1250 π.Χ). Σ' αυτή τη φάση συμπεριλαμβάνεται μέσα στα τείχη ο Ταφικός Κύκλος Α' και κατασκευάζεται για πρώτη φορά η μνημειακή είσοδος της Πύλης των Λεόντων. Το πιο εντυπωσιακό στοιχείο της Β' φάσης είναι η Πύλη των Λεόντων, η οποία δημιουργήθηκε από την αρχή και καμία σχέση δεν είχε με την προηγούμενη. Κτίζεται επίσης για πρώτη φορά η Βόρεια Πύλη, ο ΝΑ προμαχώνας και διαμορφώνεται η μεγάλη αναβάθρα προς το ανάκτορο. Η δύναμη και η ακμή του Μυκηναϊκού πολιτισμού αντικατοπτρίζεται εδώ από τη μεγάλη επέκταση και από την εντυπωσιακή εμφάνιση των κατασκευών. Αυτό το στάδιο διαφοροποιείται από το τρίτο και κατά πολύ από το πρώτο, όσο αφορά την μέθοδο κατασκευής. Όχι μόνο χρησιμοποιούνται ευρέως κροκαλοπαγείς λίθοι αλλά η θεμελίωση των τειχών γίνεται πάνω σε πλέσια (στρώμα λευκής αργίλου ανακατεμένη με μικρούς λίθους)[4].


Η α΄ ανάπτυξη του περιβόλου περιελάμβανε τον τειχισμό της πιο υψηλής κορυφής του λόφου, κάλυπτε περίπου τη μισή από τη σημερινή έκταση και χρονολογείται στα μέσα του 14ου αι. π.Χ. (1350 π.Χ. περίπου). Τότε, η ακρόπολη τειχίζεται για πρώτη φορά. Ωστόσο παρατηρούνται σημάδια και ίχνη κατοίκησης από τη Νεολιθική και Πρωτοελλαδική περίοδο (3000-2500 π.Χ.). Η πρόσβαση στην ακρόπολη διευκολύνεται από μια απλή κατασκευαστικά, κύρια πύλη, που βρισκόταν λίγο βορειότερα από το σημείο, όπου αργότερα δημιουργήθηκε η Πύλη των Λεόντων. Από αυτή τη φάση σήμερα διατηρείται το Βόρειο τείχος, τμήμα του ΒΔ και του ΝΑ τείχους. Τα κυκλώπεια τείχη υψώνονται περίτρανα στο πέρασμα του χρόνου και μας θυμίζουν την αίγλη και το μεγαλείο του Μυκηναϊκού πολιτισμού που εξυμνεί με τις περιγραφές του ο Όμηρος στην «Ιλιάδα»[5].







Τίρυνθα

Ιστορικό των ανασκαφών

Ο χαμηλός λόφος της Τίρυνθας, στο 8ο χιλιόμετρο του δρόμου Αργους-Ναυπλίου, κατοικήθηκε αδιάλειπτα από τη Νεολιθική εποχή μέχρι την ύστερη αρχαιότητα.
Ο περιηγητής Παυσανίας που την επισκέφθηκε το 2ο αιώνα μ.Χ. τη βρήκε ερειπωμένη. Μετά τους περιηγητές του 17ου και του 19ου αιώνα (Des Mouceaux, Dodwell, Leake) την Τίρυνθα ανακαλύπτει το 1876 ο Ερρίκος Σλήμαν που με τις εκτεταμένες ανασκαφές του στα 1884/5 την παραδίδει στην αρχαιολογική έρευνα.


Οι έρευνες του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου και της Ελληνικής Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, από το 1876 μέχρι σήμερα, έφεραν στο φως μια από τις σημαντικότερες μυκηναϊκές ακροπόλεις και ιχνηλάτησαν τα στάδια του πολιτισμού των προϊστορικών και ιστορικών περιόδων της Αργολίδας. Μετά τους πρωτεργάτες Heinrich Schliemann και Wilhelm Dφrpfeld (1884-1885), το χώρο ερεύνησαν στο πρώτο μισό του εικοστού αιώνα οι Georg Karo και Kurt Mόller. Στα τέλη της δεκαετίας του 1950 ο Έφορος Αρχαιοτήτων Αργολίδος Νικόλαος Βερδελής ανέλαβε το έργο της αποκατάστασης της δυτικής πλευράς της οχύρωσης που είχε καταρρεύσει και σκεπαστεί από τα μπάζα των παλαιών ανασκαφών. Μετά το 1967 οι ανασκαφές ανατίθενται και πάλι στο Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο, το οποίο υπό τη Διεύθυνση των Ulf Jantzen, Jφrg Schδfer, Klaus Kilian και Joseph Maran συνεχίζει τις έρευνες συμπεριλαμβάνοντας την Κάτω Ακρόπολη και την Κάτω Πόλη. Παράλληλα ανασκαφικές έρευνες διενεργεί η τοπική Εφορεία Αρχαιοτήτων τόσο στον επισκέψιμο αρχαιολογικό χώρο, όσο και στην ευρύτερη περιοχή[6].



Ως μυθικός ιδρυτής της Τίρυνθας παραδίδεται ο αργείος πρίγκηπας Προίτος, ο οποίος κατέφυγε μετά τη διαμάχη με τον αδελφό του Ακρίσιο στη Λυκία. Κατά την επιστροφή του έφερε μαζί του τους Κύκλωπες που έχτισαν για χάρη του τα μεγαλειώδη τείχη. Με την Τίρυνθα συνδέονται εξάλλου και οι μυθικοί ήρωες Βελλερεφόντης και Περσέας αλλά και ο ημίθεος Ηρακλής.



Ο αρχαιολογικός χώρος της ακροπόλεως

Η ακρόπολη της Τίρυνθας

Τα αρχαιότερα αρχιτεκτονικά λείψανα χρονολογούνται στην Πρώιμη εποχή του Χαλκού (3η χιλιετία π.Χ.). Μεγάλα συγκροτήματα οικιών οργανώνονται γύρω από ένα τεράστιο κυκλικό οικοδόμημα (διαμέτρου 27-28 μ.) στην κορυφή του νότιου εξάρματός του, την Άνω Ακρόπολη, δυνατόν να ερμηνευθεί ως ένας χώρος που λειτουργούσε σαν  διοικητικό κέντρο. Η μεγάλη ακμή ωστόσο της Τίρυνθας συνδέεται με την Μυκηναϊκή εποχή (1600-1050 π.Χ.). Η οχύρωση και τα οικοδομικά συγκροτήματα της Ακρόπολης, που χωρίζεται σε τρία τμήματα: την Ανω, τη Μέση και την Κάτω Ακρόπολη, διαμορφώθηκαν στην διάρκεια των ανακτορικών χρόνων (14ος και 13ος αιώνας π.Χ.). Τα «κυκλώπεια» τείχη κατασκευάστηκαν σε τρεις οικοδομικές φάσεις που χρονολογούνται στις αρχές και τα τέλη του 14ου αιώνα και στα μέσα του 13ου αιώνα π.Χ. και αποτελούν μία σταδιακή επέκταση της οχύρωσης από το νότιο και υψηλότερο προς το βόρειο και χαμηλότερο τμήμα του λόφου[7].


Η κύρια είσοδος της Ακρόπολης βρισκόταν στην ανατολική πλευρά και οδηγούσε μέσω μιας μεγάλης ράμπας, μήκους 47 μ., προς την Ανω Ακρόπολη. Η μεγάλη πύλη που έχει πανομοιότυπη κατασκευή με την Πύλη των Λεόντων στις Μυκήνες σηματοδοτούσε το σημείο έναρξης μιας εντυπωσιακής πορείας προς το ανάκτορο. Περνώντας κανείς από διαδρόμους που διακόπτονταν από εσωτερικές αυλές και δύο πρόπυλα, το μεγάλο και το μικρό, κατέληγε στην κεντρική αυλή και  το μέγαρο. Το ανακτορικό συγκρότημα πλαισιώνουν η ανατολική και δυτική πτέρυγα με κορυφαία δείγματα της μυκηναϊκής αρχιτεκτονικής το λεγόμενο μικρό μέγαρο και το λουτρό αντίστοιχα. Οι λεγόμενες «γαλαρίες» χρησίμευαν πιθανώς ως αποθηκευτικοί χώροι έχουν οικοδομηθεί κατά το εκφορικό σύστημα και απολήγουν σε οξυκόρυφα τόξα[8].


Στα βόρεια της Ανω Ακρόπολης και σε χαμηλότερο επίπεδο βρίσκεται η Μέση Ακρόπολη, ένας χώρος που φιλοξένησε μεταξύ άλλων και ένα μέρος των ανακτορικών εργαστηρίων. Σ' αυτήν οδηγεί μία κλίμακα που προστατεύεται από έναν καμπύλο προμαχώνα και έναν πύργο, κορυφαίο δείγμα του αμυντικού χαρακτήρα της οχυρωματικής αρχιτεκτονικής των Μυκηναίων. Ο Δυτικός Προμαχώνας αποτελεί ένα εξαιρετικό επίτευγμα της μυκηναϊκής αρχιτεκτονικής που έχει σαφέστατο αμυντικό χαρακτήρα. Το δυτικό κλιμακοστάσιο προστατεύεται από έναν προμαχώνα που δημιουργεί η δρεπανοειδής επέκταση του τείχους της τρίτης φάσης. Αυτό το τμήμα του τείχους είναι το μοναδικό με καμπύλο περίγραμμα. Το μέγιστο πλάτος του είναι 7 μ.  Μία μικρών διαστάσεων πυλίδα με ύψος μόλις 2,5 μ. εξωτερικά κτισμένη κατά τον εκφορικό τρόπο, χωρίς ίχνη για θύρα διασχίζει το τείχος λοξά από ΝΔ προς ΒΑ. Απέναντι από την πυλίδα διαμορφώνεται άνδηρο από όπου οι υπερασπιστές της εισόδου αυτής θα μπορούσαν με ευκολία να καταβάλουν τους επιτιθέμενους[9].


Το βορειότερο τμήμα της οχύρωσης που κατασκευάστηκε στις αρχές του 13ου αιώνα π.Χ. αποτελεί ένα σχεδόν αυθύπαρκτο τμήμα, την Κάτω Ακρόπολη. Στο εσωτερικό του τείχους έχουν εξαιρεθεί 28 δωμάτια με οξυκόρυφη απόληξη καθώς και δύο κτιστές με τον ίδιο εκφορικό τρόπο προσβάσεις στις υπόγειες πηγές νερού, οι λεγόμενες σύριγγες. Πυκνοδομημένα κτηριακά συγκροτήματα που είχαν χρήση κατοικίας, εργαστηρίων και αποθηκευτικών χώρων οργανώνονταν κατά τον άξονα μιας κεντρικής οδού που κατέληγε στη βόρεια πύλη. Μία άλλη πύλη μνημειώδους κατασκευή στα δυτικά αποτελούσε την κύρια πρόσβαση στην Κάτω Ακρόπολη[10].


Στα τέλη του 13ου αιώνα π.Χ. ένας μεγάλης έντασης σεισμός προξένησε σοβαρές ζημιές στα τείχη και τα κτήρια της Ακρόπολης που καταστράφηκαν ολοσχερώς από την πυρκαγιά που ακολούθησε. Η τεράστια φυσική καταστροφή λειτούργησε ως καταλύτης για τη διάλυση του ανακτορικού συστήματος διακυβέρνησης.





Μιδέα

Ιστορικό των ανασκαφών

Περιορισμένη έρευνα στη Μυκηναϊκή Ακρόπολη της Μιδέας πραγματοποιήθηκε το 1907 από το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο. Οι πρώτες όμως δοκιμαστικές ανασκαφές έγιναν το 1939 από το Σουηδό αρχαιολόγο Axel Persson, τον ανασκαφέα των Δενδρών και της Ασίνης. Το 1963 άρχισε η Ελληνοσουηδική συνεργασία στη Μιδέα από τους Νικόλαο Βερδελή και Paul Astrom με μικρή δοκιμαστική έρευνα κοντά στην Ανατολική Πύλη. Το 1983 άρχισαν οι συστηματικές ελληνοσουηδικές ανασκαφές στην Ακρόπολη, υπό τη διεύθυνση της Δρος Καίτης Δημακοπούλου, τότε Έφορου Αρχαιοτήτων Αργολιδοκορινθίας, και του καθηγητή του Πανεπιστημίου του Goteborg P. Astrom, τον οποίο διαδέχτηκε το 2000 η Διευθύντρια του Σουηδικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου Δρ. Ann-Louise Schallin.



Στην ανασκαφή συμμετέχει η αρχαιολόγος Νικολέττα Διβάρη-Βαλάκου, Διευθύντρια της Γ΄ Εφορείας Προϊστορικών & Κλασικών Αρχαιοτήτων Αθηνών. Τα ευρήματα από τις συστηματικές ανασκαφές απέδειξαν τη σημασία της Μιδέας ως τρίτου μεγάλου Μυκηναϊκού κέντρου της Αργολίδας. Η συνεχιζόμενη ανασκαφική έρευνα του χώρου με σύγχρονες επιστημονικές μεθόδους και υπό το φως των νεώτερων συμπερασμάτων της αρχαιολογικής έρευνας, αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα αρχαιολογικά έργα που εκτελούνται στην Ελλάδα. Εξάλλου οι συστηματικές ανασκαφές οδήγησαν στη διαμόρφωση της Μυκηναϊκής Ακρόπολης και την ανάδειξή της ως οργανωμένου επισκέψιμου αρχαιολογικού χώρου[11].







Ο αρχαιολογικός χώρος της ακροπόλεως

Η ακρόπολη της Μιδέας

Η εξέχουσα θέση της Μιδέας μεταξύ των Μυκηναϊκών κέντρων της Αργολίδας έχει με έμφαση τονισθεί από τους ερευνητές του Μυκηναϊκού πολιτισμού. Η Μιδέα θεωρείται ως η τρίτη σε σημασία οχυρωμένη Μυκηναϊκή Ακρόπολη της Αργολίδας, μετά τις Μυκήνες και την Τίρυνθα. Η κυκλώπεια οχύρωσή της, τα ευρήματα των πρόσφατων ανασκαφών, η θέση της στη μυθολογία και η σύνδεσή της με το πλούσιο Μυκηναϊκό νεκροταφείο στα γειτονικά Δενδρά, την κατατάσσουν στα μεγάλα Μυκηναϊκά κέντρα της Ηπειρωτικής Ελλάδας.


Η Ακρόπολη έχει κτισθεί στην κορυφή ενός κωνικού λόφου, που βρίσκεται σε υψόμετρο 270μ. από την επιφάνεια της θάλασσας και 170μ. από την γύρω περιοχή. Βρίσκεται στο μέσον περίπου της απόστασης μεταξύ Μυκηνών και Τίρυνθος και δεσπόζει στις ανατολικές παρυφές της Αργολικής πεδιάδας. Η στρατηγική της θέση με την απεριόριστη θέα παρείχε τη δυνατότητα ελέγχου ολόκληρης της πεδιάδας και του Αργολικού κόλπου. Σ' αυτό οφείλεται κυρίως η εξέλιξη και η ακμή της Μιδέας κατά τη Μυκηναϊκή εποχή.


Το κυκλώπειο τείχος περικλείει έκταση 24.000 τ.μ. περίπου και προστατεύει την άνω Ακρόπολη και τα κατώτερα βορειοανατολικά και βορειοδυτικά άνδηρα του λόφου. Η νοτιοανατολική πλευρά του είναι απόκρημνη και για το λόγο αυτό έμεινε ατείχιστη. Οι πύλες της Ακρόπολης βρίσκονται η μία απέναντι από την άλλη, στην ανατολική και στη δυτική πλευρά της οχύρωσης. Εκτός από τις πύλες, με την κυκλώπεια οχύρωση συνδέεται ένα ακόμη μεγάλο τεχνικό έργο, που χρησίμευε για την ύδρευση της Ακρόπολης της Μιδέας και είναι παρόμοιο με ανάλογες κατασκευές στις Μυκήνες και την Τίρυνθα. Πρόκειται για σήραγγα ανοιγμένη κατά το εκφορικό σύστημα στο πάχος του δυτικού σκέλους του τείχους, που οδηγούσε σε υπόγεια πηγή νερού[12].


Κατά τη διάρκεια των πρόσφατων ανασκαφών ερευνήθηκαν χώροι κοντά στην Ανατολική Πύλη και στα κατώτερα βορειοανατολικά άνδηρα της Ακρόπολης. Καθαρίστηκε από τις επιχώσεις η είσοδος της Ανατολικής Πύλης, που έχει τη μορφή ενός απλού ανοίγματος στο τείχος. Στην πύλη αυτή οδηγούσε, όπως και στην Τίρυνθα, κυκλώπεια αναβάθρα (ράμπα) κτισμένη με ογκολίθους. Μία δεύτερη εσωτερική πύλη σχηματίζεται μεταξύ ενός κυκλώπειου τοίχου και της εσωτερικής παρειάς της οχύρωσης. Αμέσως μετά την εσωτερική πύλη ερευνήθηκαν αρκετά δωμάτια, σε επαφή με το τείχος. Όπως έδειξαν τα ευρήματα τα δωμάτια αυτά ήταν εργαστήρια και αποθήκες. Στα κατώτερα βορειοανατολικά άνδηρα αποκαλύφθηκε ένα μεγάλο ορθογώνιο οικοδόμημα με ιδιαίτερη σημασία, σε μορφή μεγάρου. Είχε καταστραφεί μαζί με τα δωμάτια κοντά στην Ανατολική Πύλη από σεισμό και πυρκαγιά στα τέλη του 13ου αιώνα π.Χ., όπως συνέβη και στη γειτονική Τίρυνθα. Ο σεισμός αυτός προξένησε εκτεταμένες καταστροφές στην οχύρωση και σε όλα τα οικοδομήματα της Ακρόπολης. Κατάλοιπα σκελετών, που βρέθηκαν καταπλακωμένα από ογκολίθους σε διάφορα σημεία του χώρου, ανήκουν σε θύματα του σεισμού αυτού. Το μέγαρο πάντως επισκευάστηκε μετά την καταστροφή και επαναχρησιμοποιήθηκε κατά το 12ο αι. π.Χ.


Η Δυτική Πύλη της Ακρόπολης αποκαλύφθηκε ολόκληρη κατά τις πρόσφατες ανασκαφές. Ένας επιβλητικός συμπαγής προμαχώνας προστάτευε την πύλη και το φυλάκιο. Οι τοίχοι του στομίου της πύλης έφεραν διάκοσμο με ζωγραφιστό κονίαμα, όπως δείχνουν τα πολυάριθμα θραύσματα τοιχογραφιών που συγκεντρώθηκαν από το στρώμα καταστροφής. Στην περιοχή της Ακρόπολης εσωτερικά της Δυτικής Πύλης, οι ανασκαφές έφεραν στο φως συγκρότημα 15 δωματίων κτισμένο σε επάλληλα άνδηρα, παράλληλα προς το τείχος. Αποτελείται από δύο πτέρυγες εκατέρωθεν ενός κεντρικού διαδρόμου, από όπου διερχόταν κτιστός αγωγός. Τα καλύτερα διατηρημένα δωμάτια, που φαίνεται ότι ήταν υπόγεια, βρίσκονται στην πτέρυγα που κτίστηκε σε επαφή με το τείχος. Οι τοίχοι τους σώζονται σε αρκετό ύψος και ήταν καλυμμένοι με ζωγραφιστά κονιάματα, όπως δείχνουν τα θραύσματα τοιχογραφιών που βρέθηκαν[13].


Σε άνδηρο της νοτιοδυτικής κλιτύος της ακρόπολης αποκαλύφθηκαν και τμήματα τριών άλλων κτηρίων, κτισμένων εκατέρωθεν ενός δρόμου, τα οποία είχαν επίσης καταστραφεί από το σεισμό και την ισχυρή πυρκαγιά του τέλους του 13ου αι. π.Χ.. Πολύ σημαντικό εύρημα είναι ένα πήλινο πρισματικό σφράγισμα με παράσταση λιονταριού που επιτίθεται σε ταύρο και με επιγραφές της Γραμμικής Β γραφής, στις οποίες περιλαμβάνεται και η λέξη μέγαρον. Τα αποτελέσματα των πρόσφατων ανασκαφών, ιδίως η ανεύρεση αγγείων και σφραγισμάτων με επιγραφές της Γραμμικής Β γραφής, μαρτυρούν ότι η Μιδέα αποτελούσε, παράλληλα με τις Μυκήνες και την Τίρυνθα, ένα διοικητικό και οικονομικό κέντρο.




 

 
Επίλογος

            Μέσα από την εξέταση των τριών σημαντικών προϊστορικών ακροπόλεων της Αργολίδας διεφάνη καθαρά η αρχαιολογική και ιστορική αξία των κέντρων αυτών του Μυκηναϊκού Πολιτισμού. Η καρδιά του κόσμου των Αχαιών χτυπούσε σε αυτή την περιοχή και δεν είναι τυχαίο πως μυθολογικά, αλλά και εν γένει στη συνείδηση των Ελλήνων της Αρχαιότητας, το γεωγραφικό επίκεντρο της Εποχής των Ηρώων τοποθετείται εκεί και στις γύρω περιοχές της Πελοποννήσου.



Για το σύγχρονο επισκέπτη, οι μυκηναϊκές ακροπόλεις της Αργολίδος αποτελούν συγχρόνως τόπους ιδιαίτερου φυσικού κάλλους και μεγάλης ιστορικής-αρχαιολογικής σημασίας, για την Ελλάδα και την Ευρώπη ολόκληρη. Την ίδια στιγμή αποτελούν και χώρους στους οποίους κανείς ταξιδεύει νοερά στο απώτερο παρελθόν, εφόσον αναλογιστεί ότι εκεί έχει τις ρίζες του ο ελληνισμός όπως σταδιακά διαμορφώθηκε στο τέλος της Εποχής του Χαλκού για να πορευθεί με τα απαραίτητα πνευματικά εφόδια στην ανεπανάληπτη ακμή των Ιστορικών Χρόνων.



 



Βιβλιογραφία


Μυλωνάς Γεώργιος, Μυκηναι, εκδ. Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 2005.

Σταματελοπούλου Δήμητρα, «Μυκηναϊκές Ακροπόλεις», περ. Corpus, τ.6 (Ιούνιος 1999), Αθήνα.

Δημακοπούλου Καίτη & Διβάρη - Βαλάκου Νικολέττα,  Η μυκηναϊκή Ακρόπολη της Μιδέας, εκδ. ΤΑΠ, Αθήνα, 2010.

Ιστορία του Ελληνικού Έθνους (συλλογικό έργο), τ. Α, εκδ. Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1972.

Καρποδίνη-Δημητριάδη Έφη, Πελοπόννησος, εκδ. Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1991

Παπαχατζή Νικολάου, Παυσανίου Ελλάδος Περιήγησις (Κορινθιακά-Λακωνικά), εκδ. Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 2002.

Treuil R. et al., Οι Πολιτισμοί του Αιγαίου, μτφρ. Όλγα Πολυχρονοπούλου και Άννα Φιλίππα-Touchais, εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα, 1996.

Vermeule E., Ελλάς, Εποχή του Χαλκού, μτφρ. Θεόδωρος Ξένος, εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα, 1983.

Διαδίκτυο

Ιστοσελίδα του Υπουργείου Πολιτισμού (http://odysseus.culture.gr)
Ιστοσελίδα του Ιδρύματος Μείζονος Ελληνισμού (www.ime.gr)



[1] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους (συλλογικό έργο), τ. Α, εκδ. Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1972, σσ.238-241.  Έφη Καρποδίνη-Δημητριάδη, Πελοπόννησος, εκδ. Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1991, σσ.48-49.
Γεώργιος Μυλωνάς, Μυκήναι, εκδ. Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 2005, σσ.12-13.
Emily Vermeule, Ελλάς, Εποχή του Χαλκού, μτφρ. Θεόδωρος Ξένος, εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα, 1983, σσ.89-90.Ιστοσελίδα Υπουργείου Πολιτισμού: http://odysseus.culture.gr/h/3/gh351.jsp?obj_id=2573 (Μυκήνες).
[2] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, ο.π., σσ.302-311. Rene Treuil et al., Οι Πολιτισμοί του Αιγαίου, μτφρ. Όλγα Πολυχρονοπούλου και Άννα Φιλίππα-Touchais, εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα, 1996, σσ.496-7. Emily Vermeule, ο.π., σσ.169 κ.εξ.. Έφη Καρποδίνη-Δημητριάδη, ο.π., σσ.49, 54-55. Γεώργιος Μυλωνάς, ο.π., σσ.14-17, 21. Δήμητρα Σταματελοπούλου, «Μυκηναϊκές Ακροπόλεις», περ. Corpus, τ.6 (Ιούνιος 1999), σσ.35-36. Νικολάου Παπαχατζή, Παυσανίου Ελλάδος Περιήγησις (Κορινθιακά-Λακωνικά), εκδ. Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 2002, σσ.134-5.
[3] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, ο.π., σσ.302-4. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, ο.π., σ.49. Emily Vermeule, ο.π., σσ.285-6. Γεώργιος Μυλωνάς, ο.π., σσ.17-18, 66-67. Δήμητρα Σταματελοπούλου, ο.π, σ.36. Νικολάου Παπαχατζή, ο.π. σσ. 136-7.
Ιστοσελίδα Υπουργείου Πολιτισμού: http://odysseus.culture.gr/h/3/gh351.jsp?obj_id=2573 (Μυκήνες).
[4] Rene Treule et al., ο.π., σσ.500-502.  Έφη Καρποδίνη-Δημητριάδη, ο.π., σ.49, 54-55. Νικολάου Παπαχατζή, ο.π., σ.136.
[5] Γεώργιος Μυλωνάς, ο.π., σσ.12-13. Ιστοσελίδα Υπουργείου Πολιτισμού: http://odysseus.culture.gr/h/3/gh351.jsp?obj_id=2573 (Μυκήνες). Δήμητρα Σταματελοπούλου, ο.π, σ.36.
[6] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, ο.π., σσ.238-241. Έφη Καρποδίνη-Δημητριάδη, ο.π., σ.73. Ιστοσελίδα Υπουργείου Πολιτισμού: http://odysseus.culture.gr/h/3/gh351.jsp?obj_id=2382 (Τίρυνθα).
[7] Emily Vermeule, ο.π., σσ.285. Ιστοσελίδα Υπουργείου Πολιτισμού: http://odysseus.culture.gr/h/3/gh351.jsp?obj_id=2382 (Τίρυνθα). Νικολάου Παπαχατζή, ο.π., σ.194-5
[8] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, ο.π., σσ.302-4. Έφη Καρποδίνη-Δημητριάδη, ο.π., σ.78. Νικολάου Παπαχατζή, ο.π., σ.190-191,
[9] Rene Treule et al., ο.π., σσ.502.  Δήμητρα Σταματελοπούλου, ο.π, σσ.36-37. Νικολάου Παπαχατζή, ο.π., σ.190, 195.
[10] Έφη Καρποδίνη-Δημητριάδη, ο.π., σ.78. Ιστοσελίδα Υπουργείου Πολιτισμού: http://odysseus.culture.gr/h/3/gh351.jsp?obj_id=2382 (Τίρυνθα). Δήμητρα Σταματελοπούλου, ο.π, σσ.36. Νικολάου Παπαχατζή, ο.π., σ.1190-191.
[11] Καίτη Δημακοπούλου & Νικολέττα Διβάρη - Βαλάκου,  Η μυκηναϊκή Ακρόπολη της Μιδέας, εκδ. ΤΑΠ, Αθήνα, 2010, σσ. Ιστοσελίδα Υπουργείου Πολιτισμού: http://odysseus.culture.gr/h/3/gh352.jsp?obj_id=16401 (Μιδέα).
[12] Καίτη Δημακοπούλου & Νικολέττα Διβάρη - Βαλάκου, ο.π. σσ. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, ο.π., σσ.303. Ιστοσελίδα Υπουργείου Πολιτισμού: http://odysseus.culture.gr/h/3/gh352.jsp?obj_id=16401 (Μιδέα).
[13] Καίτη Δημακοπούλου & Νικολέττα Διβάρη - Βαλάκου, ο.π. σσ. Ιστοσελίδα Υπουργείου Πολιτισμού: http://odysseus.culture.gr/h/3/gh352.jsp?obj_id=16401 (Μιδέα).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου